συνέτιση

συνέτιση
[-ις (-εως)] η вразумление, образумливание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συνέτιση" в других словарях:

  • συνέτιση — η, Ν [συνετίζω] το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τόν φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο …   Dictionary of Greek

  • συνέτιση — η σωφρονισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνετίσῃ — συνετίζω cause to understand aor subj mid 2nd sg συνετίζω cause to understand aor subj act 3rd sg συνετίζω cause to understand fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοσυνεσία — θεοσυνεσία, ἡ (Μ) [θεοσύνετος] η συνέτιση από τον θεό …   Dictionary of Greek

  • συμμόρφωση — η /συμμόρφωσις, ώσεως, ΝΜ [συμμορφῶ / ώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμμορφώνω ή τού συμμορφώνομαι, το να γίνεται κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο 2. συνέτιση, σωφρονισμός 3. υπακοή, πειθαρχία («συμμόρφωση στους νόμους τού …   Dictionary of Greek

  • συνετισμός — ο, Ν συνέτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • συνετισμός — συνετισμός, ο και συνέτιση, η το να κάνεις κάποιον συνετό, να του «βάζεις μυαλό», να τον φρονηματίζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»